εὔελπι

εὔελπι
εὔελπις
hopeful
voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εύελπις — ιδος, ι (ΑΜ εὔελπις, ι) 1. αυτός που ελπίζει σε κάτι («ευέλπιδα όνειρα», Παπαδ.) 2. αυτός που παρέχει αγαθές ελπίδες, αυτός που υπόσχεται πολλά καλά («λαλιά τις εὔελπις» λαλιά παρηγορήτρα, Πολ.) νεοελλ. (το αρσ. στον εν. και πληθ.) ο εύελπις και… …   Dictionary of Greek

  • πιστευτικός — ή, όν, Α [πιστεύω] 1. αυτός που δείχνει εμπιστοσύνη σε κάποιον, εύπιστος 2. αυτός που εμπνέει εμπιστοσύνη («ἡ ῥητορικὴ... πειθοῡς δημιουργός ἐστι πιστευτικῆς», Πλάτ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πιστευτικόν το να δείχνει κανείς εμπιστοσύνη («τὸ εὔελπι… …   Dictionary of Greek

  • ՔԱՋԱՅՈՒՍՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0986 Chronological Sequence: 5c գ. εὑελπιστία, τὸ εὕελπι bona spes. Քաջայոյսն լինել. յոյս բարի եւ հաստատուն. *Մի՛ ʼի խնդամտութիւնս ʼի բաց ընկեսցուք զերկիւղն, եւ մի՛ ʼի տրտմականս զքաջայուսութիւնն. Առ որս. ՟Ժ՟Ա …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”